μωλύω

μωλύω
μωλύω or [full] μωλύνω,
A boil imperfectly, parboil, scald, simmer,

πάσχει ὅπερ ἐν τοῖς ἑψομένοις τὰ μωλυνόμενα Arist.GA776a1

(μολυν- codd.);

σκληρότερα μὲν τὰ μεμωλυσμένα γίγνεται τῶν ἑφθῶν Id.Mete.381a21

(v.l. μεμολ-); of a herb, μωλυθεῖσα πυρὶ σμαλερῷ Poet.deherb.101, cf. 138; of half-roasted meat, [

κρέα] πρὸς ὀλίγον τῷ πυρὶ μεμωλυσμένα Hld.2.19

(μεμολ- codd.).
II of ulcers, 'go off the boil', fail to come to a head, subside, fade away,

σκληρὰ καὶ ἄπεπτα πάντα ἐμωλύνθη Hp. Epid.7.3

(v.l. ἐμολ-) ; συνελειαίνετο (v.l. ἐπεχλιαίνετο) ταῦτα, καὶ ἐμωλύνθη (v.l. κατεμωλύθη) καὶ οὐκ ἀπεπύησεν ib.2.2.6 ( = ἠφανίσθη καὶ κατὰ βραχὺ ἀπεμαράνθη· οὕτως γὰρ καλεῖ τὸ τῆς ὀξείας κινήσεως καὶ μεταβολῆς παυσάμενον καὶ ἀποψυχθέν, Gal.17(1).328); μωλυόμενα· κατὰ βραχὺ ἀπομαραινόμενα, Hp. ap. Gal.19.124; μεμωλυσμένους (-μολ- codd.)· ἔνιοι μὲν τοὺς κατεψυγμένους, ἔνιοι δὲ τοὺς ἐσκιρρωμένους καὶ λιθώδεις ᾠήθησαν, Gal.19.121; of certain diseases, κατὰ τὴν ἀρχὴν ὑποβρύχιά τε καὶ μωλυνόμενα (μολ- codd.) φαίνεται latent and 'simmering', Id.9.898; cf. μεμολυσμένως.
2 relax, μεμωλυσμένη· παρειμένη, Hsch. s.v. μῶλυς; μωλύεται· γηράσκει, Id.; μωλύειν· τὸ ἐκλύειν καὶ διέλκειν καὶ μαραίνειν, Phryn.PSp.89 B.; μωλύον κρέας· τὸ ἠρέμα διαχεόμενον καὶ μὴ συνεστός, ibid.; δι' οὗ μωλύονται αἱ ὁρμαὶ καὶ τὰ πάθη, as expl. of μῶλυ, Cleanth. ap. Apollon.Lex. s.v. μῶλυ.
III also of ulcers, become septic, ἢν ἕλκος γένηται . . , καὶ μὴ ταχὺ ὑγιανθῇ ἀλλὰ μωλυνθῇ (μολυνθῇ codd., quod fort. legend.) Hp.Steril.213.
IV f.l. for μολεύειν (q.v.) in Thphr.HP2.2.2. (μωλ- confirmed by the metre in Poet.de herb. ll.cc., and by Cleanth. l.c.; prob. derived from μῶλυς, cf. Demetr.Lac.Herc.1014.58.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μωλύω — και μωλύνω (Α) 1. (για κρέας) λειώνω βαθμηδόν καθώς ψήνομαι 2. (συν. το μέσ.) μωλύομαι και μωλύνομαι α) δεν βράζω τελείως, υποβράζω, σιγοβράζω β) (για πληγές) i) δεν φθάνω σε ωρίμαση, μαραίνομαι, εξαφανίζομαι σιγά σιγά ii) καταλήγω σε σήψη,… …   Dictionary of Greek

  • μώλυς — μῶλυς, υ, γεν. υος (Α) 1. εξαντλημένος, ασθενής, βραδύς, νωχελής, νωθρός 2. μτφ. αδύνατος ως προς τον νου, ανόητος 3. φρ. «μῶλυς ῥίζα» μώλυ * 4. (κατά τον Ησύχ.) «μῶλυς ὁ ἀμαθής μωλύτερον ἀμβλύτερον». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για υποχωρητικό παρ.… …   Dictionary of Greek

  • μολύνω — (ΑΜ μολύνω) 1. ρυπαίνω, σπιλώνω, κηλιδώνω, λερώνω, βρομίζω («πηλῷ μολύνοντες... καὶ ξηραίνοντες ἑαυτούς», Αριστοτ.) 2. μτφ. διαφθείρω κάποιον ηθικά ή πνευματικά, εξαχρειώνω, εκφαυλίζω («ἡ συνείδησις αὐτῶν ἀσθενὴς οὖσα μολύνεται», ΚΔ) 3. (για ιερά …   Dictionary of Greek

  • μωλυτός — μωλυτός, ή, όν (Α) [μωλύω] εντελώς εξαντλημένος, παραλυμένος, αδύνατος …   Dictionary of Greek

  • μωλύνω — (Α) βλ. μωλύω …   Dictionary of Greek

  • μωλύτης — και μωλυτής, ὁ (Α) [μωλύω] 1. αυτός που σιγοβράζει 2. φλύαρος, άνοστος πολυλογάς 3. μώλος* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”